ἑορτή

ἑορτή
ἑορτή
Grammatical information: f.
Meaning: `feast, religious faest' (Od.).
Dialectal forms: Ion. ὁρτή (with hyphaeresis)
Compounds: As 2. member in φιλ-έορτος (Ar. in lyr.) a. o.
Derivatives: Adj. ἑορταῖος `belonging to the feast' (D. H.), ἑορτώδης `festal' (J., Ph.) and denomin. ἑορτάζω, ὁρτάζω `celebrate a feast' (Ion.-Att.) with ἑόρτασις (Pl.), -ιμος (J. ; Arbenz Die Adj. auf -ιμος 87), ἑόρτασμα (LXX), ἑορταστής (Poll., Max. Tyr.), ἑορταστικός `fitting to a feast' (Pl. Lg. 829b u. a.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Verbal noun in -τή (Schwyzer 501, Chantraine Formation 301f.), but without further cognate. Acc. to Sonne KZ 13, 442 n. from *Ϝε-Ϝορ-τή to ἔροτις, ἔρανος (s. v.); s. also Brugmann IF 13, 155ff. ἦρα etc. (s. v.). See Solmsen Unt. 257, on the spir. asper Sommer Lautstud. 124ff.
Page in Frisk: 1,531

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἑορτή — feast fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εορτή — και γιορτή, η (AM ἑορτή) 1. πανηγυρισμός που γίνεται με την ευκαιρία δημόσιου ή ιδιωτικού γεγονότος 2. η ημέρα κατά την οποία η εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη τών αγίων ή σημαντικών θρησκευτικών γεγονότων 3. γιορταστική συγκέντρωση, πανηγύρι 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • ἑορτῇ — ἑορτάζω keep festival fut ind mid 2nd sg (doric) ἑορτάζω keep festival fut ind act 3rd sg (doric) ἑορτή feast fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εορτή — η βλ. γιορτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αιγινητών, εορτή — Γιορτή που γινόταν κάθε χρόνο (επί 16 μέρες) στην Αίγινα, προς τιμήν του Ποσειδώνα. Όσοι μετείχαν σε αυτή έτρωγαν μαζί σιωπηλά, κατά οικογένειες, χωρίς ξένους ή δούλους (μονοφάγοι, κατά τον Πλούταρχο). Αυτό γινόταν επειδή οι συγγενείς των λίγων Α …   Dictionary of Greek

  • Σώματος Κυρίου εορτή — (Festum corporis Domini). Μεγάλη γιορτή της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Την καθιέρωσε ο πάπας Ουρβανός ο Δ’, γεγονός που το επικύρωσε οριστικά ο πάπας Κλήμης ο E’ (1264). Ο πάπας Ιωάννης ο KB’ σύνδεσε τον εορτασμό αυτό με ακολουθία που έγραψε …   Dictionary of Greek

  • ἑορτῆι — ἑορτῇ , ἑορτάζω keep festival fut ind mid 2nd sg (doric) ἑορτῇ , ἑορτάζω keep festival fut ind act 3rd sg (doric) ἑορτῇ , ἑορτή feast fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑορταῖς — ἑορτή feast fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑορταί — ἑορτή feast fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑορτήν — ἑορτή feast fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρταί — ἑορτή feast fem nom/voc pl (ionic) ὁρτή feast fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”